~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
................ Επιμέλεια Σελίδας: Πάνος Αϊβαλής, υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού "Ύφος", ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: kepeme@gmail.com...............
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Φωτό Μου
Ξεφυλλίζοντας... με τον Πάνο Αϊβαλή

"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Πόπη Αρωνιάδα "ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ" διήγημα στο περιοδικό "δέκατα"

 
Το διήγημα μου "Ασπρόμαυρη φωτογραφία" στο φθινοπωρινό τεύχος 51. Ευχαριστώ για την τιμή. Είμαι ευγνώμων!!!



ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Η μάνα μου είχε τη μαεστρία να κρύβει με επιτυχία τη φτώχια μας. Πανέξυπνη, καλλιτεχνική φύση, ρεαλίστρια, ιδεαλίστρια και πλήθος άλλων χαρακτηρισμών θα μπορούσες να της δώσεις σήμερα, όμως τότε, ήταν απλά μια περήφανη γυναίκα που έβαζε στη διαπασών όλες τις αισθήσεις της, να δαμάσει τη φτώχεια και να αναστήσει με αξιοπρέπεια τα έξι παιδιά της.
Αυτό επιβεβαιώνεται περίτρανα κοιτάζοντας απλά και μόνο την ασπρόμαυρη φωτογραφία που κρατάω στα χέρια μου. Ακόμα και το ότι υπάρχει αυτή η φωτογραφία, ήταν δική της μέριμνα, δείχνει πόσο πολυεπίπεδα σκεφτόταν. Σίγουρα θα της κόστισε αρκετά από τις πενιχρές της οικονομίες. 
Θέλω έλεγε να έχετε ενθύμια. Δεν έχω να σας δώσω περιουσία, σας δίνω όμως ψυχή. Η ψυχή φαίνεται σε μια φωτογραφία, άμα την παρατηρήσεις καλά. Τότε δεν καταλάβαινα τι έλεγε, δεν έβλεπα εγώ καμία ψυχή. Τώρα όμως τη βλέπω την ψυχή που διέθετε στο μεγάλωμά μου. Και συμπλήρωνε, δεν θέλω να γυρίσετε να μου πείτε ποτέ, μα πως ήμουνα βρε μάνα; Δεν θα φτάνει η δική μου περιγραφή, έλεγε, έστω και αν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν τόσο σίγουρη γι’ αυτό που έκανε ώστε ήθελε να έχει αποδείξεις. Έβαζε τις φωτογραφίες, κάθε μια που αποκτούσε, σ’ ένα μικρό χαρτόκουτο τυλιγμένες μ’ ένα πανί, να μην τις φάει ο καιρός.
Θα ήμουν 8 ή 9 χρονών. Ένα οστέινο, όμως φροντισμένο κοριτσάκι σε στάση προσοχής να λέει το ποίημα του την 25η Μαρτίου. Το ασπρόμαυρο δεν εμποδίζει το μυαλό να ζωντανέψει την εικόνα. Ανοίγει μπροστά μου ολοζώντανη, ολόκληρη η ανάμνηση με χρώματα και ήχους, λες και δεν πέρασαν τόσες δεκαετίες φορτωμένες αλλοιώσεις.
Φούστα κόκκινη, το ύφασμα κάποτε ήταν βελούδο φόρεμα μας ευτραφέστατης αμερικανίδας. Τόπους - τόπους η αίγλη του βελούδου ξυρισμένη από τη χρήση, ιδιαίτερα στις τσακίσεις. Α, μην το βλέπεις έτσι έλεγε η μάνα, κάνει σαν σχεδιάκι, δεν φαίνεται και άσχημο. 
Το μυαλό ξεστράτισε και πάει στον τόπο και το χρόνο της απόκτησης του εν λόγω φουστανιού. Χωμένο βαθιά σε κάτι στρατιωτικούς τεράστιους σάκους που κείτονταν στο κέντρο της εκκλησίας μετά τη λειτουργία. Ο παπάς έσφαζε το ραμμένο στρατιωτικό σάκο μ’ ένα σουγιαδάκι προσεκτικά να μη χαλάσει το πολύτιμο περιεχόμενο και πλημμύριζε η εκκλησία κλεισούρα και ναφθαλίνη. Σε συνδυασμό με τα υπολείμματα του λιβανιού αναδυόταν μια μυρωδιά που δύσκολα ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Έβαλε θυμάμαι σε απόσταση όλες τις γυναίκες του χωριού, τα παιδιά κρεμόμαστε απ’ το γυναικωνίτη, για να μπορεί να ελέγχει την κατάσταση ώστε να πάρουν όλοι ότι ταίριαζε στον καθένα. Έχωνε μέσα το χέρι και τραβούσε ανεξέλεγκτα ότι έπιανε. Το σήκωνε ψηλά και τ’ ονομάτιζε. 
Φουστάνι τεράστιο είπε. Κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, δεν υπήρχε κανένας χοντρός στο χωριό. Βγήκε μπροστά η μάνα. Όλα τα μεγάλα να τα δώσεις σε μένα παπά. Εγώ μπορώ να τα μεταποιήσω, έχω μηχανή, είπε με καμάρι και να τα φτιάξω για τα παιδιά μου. Ας πάρουν οι άλλοι ότι είναι στα μέτρα τους. 
Αυτό το βρήκε δίκαιο ο παπάς, της έδωσε το κόκκινο φουστάνι και ότι άλλο υπερμέγεθες βρήκε. Βέβαια η μάνα βγήκε κερδισμένη, πήρε τα περισσότερα, μας καλοέραψε όλους. Χαλούσε ένα παντελόνι και έβγαζε δύο για τον πατέρα ή για τ’ αγόρια. Έφτιαξε και ένα δικό της καλοκαιρινό φουστάνι, άσπρο – μπεζ ήταν το φόντο με κάτι μοβ και γαλάζιες τουλίπες. Πόσο όμορφη ήταν μέσα σ’ αυτό το φόρεμα. Το έβαζε και πήγαινε στην εκκλησία κι εγώ την καμάρωνα. Όταν γύριζε, το έβγαζε μην το λερώσει με τις χοντροδουλειές. Τότε εγώ πήγαινα κρυφά και το φορούσα. Γέμιζε το είναι μου από τη μυρωδιά της, πατούσα πάνω στο μπαούλο και προσπαθούσε να με δω στον μισοθολωμένο καθρέφτη.
Η κόκκινη φούστα λοιπόν απλή με μια σουρίτσα στη μέση από το λάστιχο που τη συγκρατούσε με κόπο στην ισχνή μου μέση. Μια μικρή τσέπη με το κουμπί λίγο πάνω από το γόνατο ραμμένη, ίσα για να κρύψει την ετοιμόρροπη σάρκα του βελούδου σ’ εκείνο το σημείο. Βέβαια δεν σταμάτησε εκεί η μετενσάρκωση του τεράστιου κόκκινου βελούδου φουστανιού. Εκτός από τη δική μου φούστα, έφτιαξε τέσσερα μαξιλαράκια με τα υπόλοιπα κομμάτια, συγκολλώντας τα με μαεστρία. Έπλεξε γύρω γύρω μια λευκή δαντελίτσα από ξηλώματα. Στα σημεία που υπέφερε το ύφασμα, κέντησε κάτι ασύμμετρες μαργαρίτες. Καλλιτέχνημα, γεμάτο φαντασία. Στόλιζε τα ντιβάνια, ακουμπώντας τα διαγώνια στον τοίχο, με τρόπο που να φαίνεται καλύτερα το πιο υγιές σημείο του βελούδου.
Η μπλούζα που φορούσα στην εν λόγω φωτογραφία άσπρη, ζεστή παρότι σχετικά λεπτή θυμάμαι, σίγουρα πολυφορεμένη, καλής ποιότητας, απ’ ότι τώρα μπορώ να καταλάβω, με το κλασικό λουλουδάκι της κάλυψης κεντημένο, εκεί στο σημείο περίπου της καρδιάς, για να καμουφλαριστεί μια μικρή τρύπα. Απ’ το τεράστιο βελούδινο φουστάνι κατάφερε ακόμα να δημιουργήσει ένα κόκκινο γιακαδάκι να το κάνει ασορτί με τη φούστα και μια κορδέλα για τα μαλλιά από το ρέλι του φουστανιού. 
Από πάνω θυμάμαι με κουκούλωνε μια χοντρή ολόμαλλη ζακέτα. Στη φωτογραφία ήταν ξεκούμπωτη και λίγο προς τα πίσω να φαίνεται καλά η φούστα και η μπλούζα. Μου τα δίδαξε πριν αρχίσει η γιορτή και με τα νεύματά της την άνοιξα τόσο, όσο. Από αυτή τη ζακέτα θυμάμαι όλα τα στάδια της δημιουργίας της. Έγνεθε με τα χέρια της το μαλλί, κατακαλόκαιρο κάτω από τον πλάτανο που καθόμασταν στη δροσιά του. Έτρεχε ο ιδρώτας της ποτάμι. Τις βάντες τις είχε βάψει στο μεγάλο καζάνι που είχαμε στην αυλή με καρυδότσουφλα και πήραν μια γλυκιά καφέ απόχρωση, αυτή που έχει η σοκολάτα γάλακτος. Μετά θυμάμαι που την έπλεκε για πολύ καιρό. Ήταν χοντρό το μαλλί και δυσκολευόταν με τις βελόνες. Όχι δεν έβαλε χονδρές βελόνες να φύγει το πλεκτό γρήγορα, έβαλε σχετικά λεπτές, να γίνει κρουστό κι ας ήταν δύσκολο στο πλέξιμο, ώστε να μην περνά το κρύο.
Οι κάλτσες ροζ – τριανταφυλλί μέχρι το γόνατο, προερχόμενες και αυτές εξ Αμερικής, αλλά με μια αυτοσχέδια ραφή στο πίσω μέρος, να ενώνονται τα σχέδια εκεί που πρέπει, πατέντα να μην μου πέφτουν τώρα που μου ήταν μεγάλες και με προοπτική να ξηλωθεί η ραφή στην πορεία που θα μεγαλώσω. Εξάλλου για καλές τις είχα, πόσες φορές θα τις φορούσα; 
Τα παπούτσια τα καλά, τα έφερε η μάνα στο σχολείο να τα βάλω μόνο εκείνη την ώρα, για να πω το ποίημα, κι ας μου ήταν μικρά, κι ας μαζευόταν το πόδι μου κουβάρι. Δεν της άρεσε να πάω με τις γαλότσες που φορούσα κάθε μέρα, στη γιορτή του σχολείου. Τα εν λόγω παπούτσια, μου τα είχε στείλει η νονά μου πριν δυο χρόνια, τότε τα έστειλε λέει μπόλικα γιατί το πόδι μεγαλώνει γρήγορα σ’ αυτές τις ηλικίες. Ίσως και δυο νούμερα μεγαλύτερα. Μου έβαζε η μάνα μπαμπάκι στις μύτες για να μη μου βγαίνουν στην αρχή. Τα φορούσα σε όλες τις γιορτές, χειμώνα καλοκαίρι, μετά μου μίκρυναν, ποτέ μου δεν τα χάρηκα, όσο κι αν την παρακαλούσα, ήταν πάντα για καλά. 
Οι δύο κοτσίδες πάνω από τ’ αυτιά, στολισμένες με κορδέλες κόκκινες, απομεινάρια του κουφαριού του κόκκινου βελούδου. 
Στεκόμουνα στο κέντρο της αυτοσχέδιας σκηνής, της φτιαγμένης με θρανία ενωμένα μεταξύ τους, από πάνω στρωμένο ένα ολοπλούμιστο χράμι κεντημένο στον αργαλειό. Μπροστά, στο κάτω μέρος, ένα ύφασμα έκρυβε τα πόδια των θρανίων.
Ο τοίχος πίσω μου στολισμένος με αφίσες, «21η Απριλίου, ζήτω η Ελλάς» και κάποιες για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Χαρτονένια σπαθιά, κουμπούρια και σημαίες μικρές πλαστικές απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και ήθελαν να επιβεβαιώσουν κάτι που ήταν υπό αμφισβήτηση.
Αφού καταευχαριστήθηκε η μάνα με τις υποκριτικές μου ικανότητες και τον κατάλληλο στόμφο που απέκτησα από τις πρόβες με το δάσκαλο, μου αποκάλυψε χαρούμενη ότι είπε στον φωτογράφο, ο οποίος εκτελούσε και χρέη οδοντίατρου, ξεδοντιάζοντας την περιοχή με την αποκρουστική τανάλια και περισπούδαστο ύφος, γιατί είχε λέει μάθει στο στρατό να βγάζει δόντια, να βγάλει κι εμένα μια φωτογραφία. Ήθελε να τη βάλουμε σε μια άδεια κορνίζα που είχε φυλαγμένη.
Θυμάμαι τα μάτια της φωτεινά, γεμάτα πληρότητα κι ευχαρίστηση. Πόσο πολύ είχε γεμίσει η μικρή κι άγουρη ψυχή μου, που μπόρεσα να δω τα μάτια της χαρούμενα. Παρότι γενικά ήταν χαμογελαστός άνθρωπος, τα μάτια της πρόδιναν πολλές φορές το πονεμένο μέσα της.
Αφού τελείωσε η γιορτή, ο δάσκαλος μας έβαλε εμάς τα πιο μικρά παιδιά να μαζέψουμε τις σημαιούλες ρολό μια - μια και να τις βάζουμε σε ένα χαρτόκουτο, μαζί με τα χάρτινα σπαθιά και τα ψεύτικα κουμπούρια, για του χρόνου. 
Τα μεγάλα αγόρια της έκτης, έβαζαν τα θρανία στη θέση τους, τα μεγάλα κορίτσια σκούπιζαν την αίθουσα, ώστε να είναι όλα έτοιμα για το αυριανό μάθημα.
Εκεί που κοντεύαμε να τελειώσουμε ώστε να προλάβουμε να παίξουμε για λίγο στο προαύλιο, άρχισε να χτυπάει δυνατά η καμπάνα της εκκλησίας, σε ένα ρυθμό που δεν μου θύμιζε τίποτα γνωστό. Τον πένθιμο ήχο τον ήξερα, τον ήχο για την προσέλευση στην εκκλησία κι αυτόν τον ήξερα, τώρα ήταν κάτι άλλο, δήλωνε κίνδυνο.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα έξω, μαζί κι ο δάσκαλος να μάθουμε τι συμβαίνει.
Οι άντρες πεταχτήκανε από τα καφενεία, αντάλλασαν μια κουβέντα μεταξύ τους και κατευθύνθηκαν γρήγορα προς τα σπίτια.
-Τι είναι, τι συμβαίνει ρώτησε ο δάσκαλος τον παπά, γιατί η εκκλησία ήταν δίπλα στο σχολείο.
-Κοπάδια άγια άλογα κυνηγημένα από λύκους δάσκαλε, έπεσαν στο χωριό. Είναι αφηνιασμένα και επικίνδυνα. Παρασέρνουν ότι βρουν μπροστά τους, φράχτες, κήπους, ακόμα και καλύβια. Είναι πολλά και αγριεμένα. Στείλε γρήγορα τα παιδιά στα σπίτια τους. Ακούγεται μακριά η βοή τους, αλλά τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Όσα απ’ αυτά μένουν μακριά κράτησε τα μέσα στο σχολείο. Ο άνδρες πάνε να πάρουν τις καραμπίνες, να γίνουν ομάδες ν’ αναχαιτίσουν την πορεία τους. Αν μπορέσουν και ξεπέσει κανένα μόνο του θα το πιάσουν μήπως το ημερέψουν.
Ο συγκεκριμένος ήχος απ’ τη σφυρίχτρα του δάσκαλου ακούστηκε έντονος και αυστηρός.
Πόπη Αρωνιάδα

~~~~~~~~~~~


* Από την Πόπη Αρωνιάδα -με τέσσερις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της που παλαιότερα έχουμε αναφερθεί εκτενέστερα- σήμερα μάθαμε ότι την άλλη εβδομάδα κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο "Οι Δίδυμες" από τις εκδόσεις Ροδακιό.   Σε λίγες μέρες  θα έχουμε την χαρά να το παρουσιάσουμε....
Καλοτάξιδο να είναι και με πολλές εκδόσεις!!!
Πάνος Αϊβαλής
δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου