ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» στις 4 Γενάρη 1911, σαν πρόχειρη κριτική μελέτη και αποχαιρετισμός…
Την ώρα τούτη, καθώς απλώνετ’ έξω ένα βράδυ ολόμαυρο ύστερ’ από μια παγωμένη θλιβερώτατη μέρα μού έρχεται το άξαφνο μήνυμα. Πέθανε ο Παπαδιαμάντης.
Ο θάνατος για τους ανθρώπους της ψυχής και της ζωής της τέχνης και της σημασίας του νησιώτη λογογράφου, είναι σα να μην έχει νόημα. Να που δε με ταράττει, να που δε με συγκινεί! Με κάνει μόνο και στοχάζομαι. Συγκεντρώνομαι. Βλέπω, θέλω κατι να δράξω. Κάτι να καταλάβω τελειωτικά και ακέρια να παραστήσω από το πρόσωπο το μεγάλο και το χαραχτηριστικό, που το καρφώνει έξαφνα, μια για πάντα, το χέρι του Χάρου, και μας το κάνει έξαφνα άγαλμα που μας γοητεύει και φάντασμα που μας ανατριχιάζει.
Ο θάνατος, σβήνοντας τα μάτια τέτοιων ανθρώπων, πλάθει μαζί την εικόνα τους και στερεώνει τη μνήμη τους, εργάζεται σαν ποιητής Ντάντες και σαν τεχνίτης Μιχαήλ-Άγγελος.
Ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητής με τον πεζό το λόγο, και κάποτε, μα πολύ σπάνια, με το στίχο, ένας από τους ξεχωριστούς αρμονικούς αντιπροσώπους της νέας και άμουσης ακόμα σε πολλά Ελληνικής ψυχής. Μέσα στο έργο του το απλό και το αστόχαστο, που συνεχίζει και τελειώνει τη Βυζαντινή παράδοση σε κάποια της σημαντικά στοιχεία, και στα καλά και στα πονηρά, ακόμα και με τα νεκρά της γλώσσας και του ύφους, τα σπαρμένα μέσα εκεί και κρατημένα με κάποιο πείσμα και με κάποια αντίσταση και με όλη την επομονή του ανθρώπου του αναθρεμμένου καλογερικά, με τη μνήμη του και με την καρδιά του γιομάτη από βιβλικά ρητά και λειτουργικά τροπάρια. Εξακολουθεί και συμπληρώνει τη Βυζαντινή παράδοση με κάτι τι μονότροπο και σχεδόν ακίνητο, με κάποια χάρη και συγκρατημό και αφέλεια και σοβαρότητα που δεν της λείπει το χαμόγελο, και με θρησκευτικότητα που δεν της απολείπει ολότελα και η έγνοια του κοσμικού• με τρόπους και με θέματα, με σχήματα και με μικρογραφήματα, με ιστορίες και με ζωγραφιές που θυμίζουν κάποιες «μινιατούρες» των πατέρων μας μέσα στα Βαγγέλια και στα προσευκητάρια, ό,τι πιο δέξιο και ό,τι πιο λεπτότερο έχει να δείξει η Βυζαντινή τέχνη κάθε φορά που με λιγοστά μέσα κατορθώνει πολλά και συγκινεί δυνατά• πιο κοντά, στ’ αποτελέσματα τούτα, με την κλασική τέχνη, με την αρχαία την ομορφιά.
Το έργο τούτο είναι μαζί δροσολογημένο από το γλυκοχάραμα των νέων καιρών. Ο καλόγερος ποιητής, σχεδιάζοντας με την εκκλησιαστική του γλώσσα, αραδιάζοντας συχνά πυκνά «τα γερα ελληνικά» του σκολειού του για να διαβαστεί από τους, σαν εκείνον, γραμματισμένους, καθώς φαντάζεται, και διαβασμένους αναγνώστες του, ο ποιητής αυτός είναι διπρόσωπος.
Με την ψυχή του την άλλη, που δεν είναι ξεραμένη• από του σκολειού την παράδοση, βλέπει, φέρνει, κουβεντιάζει, ανασταίνει, χρωματίζει, κάνει μουσική τη σκέψη του, ανοίγει τα παράθυρα του σπιτιού του για να μπει καθαρό μέσα του το ελληνικό το φώς, ο ελληνικός ο αέρας, ανοίγει διάπλατες τις πόρτες του, για να μπει μέσα στο σπίτι του και να καθίσει και να μιλήσει και να κλάψει και να χορέψει και να ζωγραφιστεί και να ζήσει διαλεμένη, ξεκαθαρισμένη, μα πάντα χωρίς πόζα, χωρίς ρητορική, χωρίς καμιάν έγνοια να φαντάξει και να δειχτεί, και για τούτο σημαντικώτερη και αληθινώτερη, απαλή κ’ ευγενική πάντα κ’ εκεί που σαν πρόστυχη φέρνεται κ’ εκεί που σαν ακάθαρτη ξεμυτίζει, η Ρωμιοσύνη κάποιων τόπων μας, μέσα στα νησιά μας, στις ήμερες ακρογιαλιές μας, στα ζωγραφισμένα μας βουνά, στα ζαφειρένια μας κύματα, στα πρασινισμένα μας τα καλύβια, μικροί και μεγάλοι, άντρες, και γυναίκες, άνθρωποι φτωχοί και λαϊκοί και ακέριοι και αγνοί και παραστατικοί μέσα στα πάθη τους, στις αγάπες τους, στα γλέντια τους και στα μεθύσια τους, στο σάλεμα και στην ακινησία τους, στην ταπεινότητα και στη μικρότητά τους.
Ο Παπαδιαμάντης ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών. Ο ιστοριστής των «Θαλασσινών ειδυλλίων», ο απέρριττος και ασχημάτιστος κ’ ελκυστικός κ’ ευκολοδιάβαστος και ξεχωριστός ακόμα κι από την αδιαφορία του προς το τεχνικό το ξετύλιμα των ιστοριών του, πρός ό,τι ονομάζεται συμμετρία και σύνθεση.
Απαλός και αφρόντιστος, αυτοσκεδιαστής, που τραγουδά πιο πολύ και που δημοσιογραφεί παρά που χτίζει και που καλλιτεχνεί τις ιστορίες του- κάτι το αντίθετο προς τον άλλον τον ομότεχνο και τον αντίμαχο, προς τον Καρκαβίτσα, τον τραχύ, το φροντισμένο, το βουλευτή, τον ηρωϊκο δημοτικιστή, που μας επιβάλλεται με τα στοιχεία της δύναμης, εκεί που ο Παπαδιαμάντης μας κυριεύει με τα στοιχεία της χάρης.
Μα μήπως η δύναμη δεν είναι χάρη; Και μήπως η χάρη δεν κρύβει κάποια δική της δύναμη;
Το έργο του Παπαδιαμάντη, το μαζί εκκλησιαστικό και κοσμικό, Βυζαντινό και ανθρώπινο, κάτι τι δισταχτικό και κυματιστό, γελαστό και μελαγχολικό, το λυρικό και το δραματικό, το δίγλωσσο και δίψυχο, δείχνει, και με τα στοιχεία του αυτά, ζωηρότερο, από άλλα έργα, την κατάσταση της νέας ελληνικής ψυχής.
Είναι κείμενο και μαρτυρικό για τον ιστορικό και το μελετητή των πραγμάτων μας και των καιρών μας, ασύγκριτα σπουδαιότερο από τις βουλές μας και από τους νόμους μας.
Από τον καιρό, εδώ και τριάντα χρόνια, που πρόβαλε με το «Χρήστο Μιλλιόνη» του και με τη «Γυφτοπούλα» του, ίσα με τα τελευταία του έργα, όλα σκόρπια σ’ εφημερίδες και περιοδικά, και ανεύρετα και ανέκδοτα, ο ποιητής αυτός ο περίφημος και ο ατύπωτος, ο χριστιανός και ο αλκοολικός, ο ψάλτης του ναού και ο πιστός της ταβέρνας, ο λατρευόμενος από τους νέους γύρω του και ο απλησίαστος, ο ντυμένος σα ζητιάνος, και ο εμπνευσμένος σαν από τη μοσκοβολιά δροσερώτατων μενεξέδων, ο ακάθαρτος Παπαδιαμάντης και ο γλυκύτατος τραγουδιστής του «Φτωχού Άγιου» και της «Νοσταλγού», είδος τι Βερλαίν, μα πιο πολύ κανονικός, μα λευκός στη ζωή του όσο δεν ήταν ο μεγάλος φράγκος ομόφυλός του• από τα 1880 ίσα με τα τώρα, ο Παπαδιαμάντης έζησε περιφρονημένος και δοξασμένος, μοναχικός και καταφρονητικός, όσιος και αλήτης.
Μα πάντα έσταζε κάποιο μέλι από τα χείλη του, και το κοντύλι του, έτσι, άκοπα, άνετα, απρόσεχτα, με δυο τρεις μολυβιές μάς άφηνε στο χαρτί αξέχαστα «σκίτσα», που το στόμα τους ήθελε φιλί, και τα μάτια τους γυρεύαν αγάπη και μας τραβούσε ο άνθρωπος αυτός απάνου στα γραμμένα του και μας αντάμωνε αδερφώνοντάς μας με τη συγκίνηση και με τη συμπάθεια. Τέτοιος είναι ο τεχνίτης. Σκάφτει μέσα στη συνείδηση των ομοίων του και την ανυψώνει, ας είναι και διαβατικά, την ανθρωπιά τους.
Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια μέσα στο περιοδικό η «Τέχνη» προσπάθησα κάπως μεθοδικότερα να σημειώσω την εντύπωση που μου προξενεί το έργο του Παπαδιαμάντη. Τα λίγα λόγια τούτα, πρόχειρα και άταχτα αυτοσχεδιασμένα, καιρό δέν έχω σήμερα να τα συγυρίσω και να τα ξετυλίξω. Μακαρισμένε και αξέχαστε, ένας δικός σου στίχος ξεφυτρώνει τώρα στα χείλη μου, στίχος λυπητερός και όμως απριλιάτικος, και με όλο το χειμώνα που με ζώνει:
Τ’ αηδόνια αυτά που κελαηδούν,
μου φαίνεται πως κλαιν’…
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου