ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-1998)
Ἡ σημαντικὴ ποιήτρια Ζωή Καρέλλη (φιλ. ψευδώνυμο τῆς Χρυσούλας Ἀργυριάδου) ἔδρασε πνευματικὰ καὶ συγγραφικὰ στὴ γενέτειρὰ της, ἐμψυχώνοντας μὲ τὴν πληθωρικὴ της παρουσία ὄχι μόνο τὴ «λογοτεχνικὴ σχολὴ» τῆς πόλης της, ἀλλὰ σύμπασα τὴ λογοτεχνικὴ ζωὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀπό τίς "18-4-38", ἡμερομηνία μέ τήν ὁποία τιτλοφορεῖ τό πρῶτο της ποίημα καί σημαδεύει τήν ἐκκίνησή της μέσα στόν ρυθμικό λόγο (Πορεία, 1940), ἡ Ζωή Καρέλλη μπαίνει στήν ποίηση μὲ μιὰ σταθερή καί δύσκολη ἀπόφαση. Θέλει νά ἀρνηθεῖ κάθε συναισθηματικό περίσσευμα τοῦ ἑαυτοῦ της, ἐφ' ὅσον αὐτό δέν ἔρχεται σύμμετρο καί συμμέτοχο μέ τίς ἐπιλεγμένες προδιαγραφές της. Τά ποιήματά της ὑπόκεινται ἔτσι στόν ἀποχρωματισμό ἑνός ρικνοῦ γλωσσικοῦ καί ἐκφραστικοῦ πλαισίου, ἀπό τό ὁποῖο ἀπουσιάζουν κάθε εἴδους παραχωρήσεις πρός τίς ἐφήμερες διαθέσεις.
Τό σημασιολογικό βλέμμα τῶν ποιημάτων αὐτῶν εἶναι στραμμένο διαρκῶς πρός τά ἄνω. Καί πρός τά ὕψη αὐτά συμπαρασύρεται καί συμπαρατάσσεται ὅλο τό πλέγμα τῶν ἐκφραστικῶν της ἐπιλογῶν. Ἀπό τήν πρώτη της ἀκόμα συλλογή ὑπάρχει μιά προνοητικότητα καί μιά ἀκραία προφύλαξη, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν τά τυχόν στοιχεῖα γλυκασμοῦ, οἱ ἐν δυνάμει χθόνιες ἀναστροφές τοῦ λόγου, πού παρεισφρύουν ἀσυναίσθητα στό ποίημα καί τό ἐπιβαρύνουν αἰσθητικά, ἐννοιολογικά καί πραγματολογικά.
Ἔτσι, ἡ ποίηση τῆς Ζωῆς Καρέλλη ἀρχίζει νά γίνεται ἕνα περίτεχνο πρόβλημα ἀπαυγασμοῦ αἰσθημάτων σέ συνάρτηση μέ τή Λογική καί τήν Ἠθική, μέ τήν Πίστη καί τήν Ὀντολογία. Τό Εἶναι γίνεται ἀντικείμενο θεώρησης μπροστά στόν θάνατο καί πέρα ἀπό αὐτόν. Καί ὅλα αὐτά μέ δεδομένες τίς αἰσθητικές κατασταλάξεις, μεταξύ τῶν ὁποίων ὡς κύριο γνώρισμα ὀξύνεται ἡ γλώσσα, μιά γλώσσα σοβαρή, ἐπιστημονική, κατ' ἐξοχήν διανοητική, δηλαδή σχεδόν ἀντιποιητική, καθώς ἀποφεύγει τά παιχνιδίσματα καί τίς τρυφερές χρωμοσκιάσεις. Πρόκειται, πολλές φορές, γιά μιά γλώσσα ἔμμετρου δοκιμίου, μιά ρυθμική ἀποσαφήνιση τῆς μυστικῆς ἐνδοσυνεννόησης τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τόν τρόπο αὐτόν τό ποίημα ἀποβαίνει ὄχημα μεταφορᾶς ὄχι νεανικῆς δροσιᾶς καί καθημερινῆς χαρᾶς, ἀλλά ἔγνοιας καί βάρους ὑψηλῶν στοχασμῶν, μιᾶς σκοτεινῆς προβληματικῆς πού προσδοκάει τά ὀφέλη τῆς αἰωνιότητας καί μόνον, ἐκλαμβανομένης ὡς τῆς μόνης ἱκανῆς μεταθανάτιας πιθανότητας.
Ἡ Ζωή Καρέλλη καλλιέργησε πολύ νωρίς τούς φόβους καί τίς ἀπελπισίες πού οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν κατά κανόνα πρός τό τέλος τῆς ζωῆς τους. Καί ἐπιβάρυνε ἔτσι τή νεότητά της. Μπορεῖ ὅμως νά ἐλάφρυνε σέ σημαντικό βαθμό τήν ὥριμη ἡλικία της. Γιατί, ἐκεῖ, στίς τελευταῖες συλλογές της ἡ ποιήτρια δείχνει ὅτι κάπου καί κάπως τό ποιητικό της πρόσωπο ράγισε. Ἡ ἀντοχή της ἔσπασε μέ ἀποτέλεσμα νά κάνει ἀνοίγματα πρός τήν ὀμορφιά τῆς παρούσας ζωῆς, νά προκαλεῖ τά μάτια της νά τήν ἀντικρίσουν, νά χαίρεται μέ ἁπλούστερους καί λιγότερο ἐντατικοποιημένους ὡς πρός τή συνειδητότητα τῆς ὕπαρξης στίχους, νά προσλαμβάνει ὀπτικά τήν ἐπιφανειακή ὀμορφιά τοῦ κόσμου, πού εἶναι τό κατώφλι τῆς ἐσωτερικευμένης δραματοποίησης. Στό τέλος τῆς ποιητικῆς της πορείας, λοιπόν, δείχνει νά ἀπελευθερώνεται ἀπό συνειδητές δεσμεύσεις καί μέ καθυστερημένη, καί ἴσως μόνο γι' αὐτό πιό τραγική ἀνεμελιά, ἀγκαλιάζει αἰσθησιακά τή θάλασσα καί τούς ἀνέμους, τή βλάστηση καί τά πουλιά, τή σελήνη καί τούς ἀστροφώτιστους δρόμους τοῦ οὐρανοῦ.
Ὡστόσο, κάθε ποιητής ἔχει τήν εὐθύνη τῆς ἐπιλογῆς τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο θά διακονήσει τόν ποιητικό λόγο. Καί ὁ λόγος αὐτός εἶναι πάντα ὁμόλογος πρός τίς ἐσωτερικές του ἀνησυχίες καί τίς ἀόρατες ὑπαρξιακές του ἰσορροπίες. Ἡ Ζωή Καρέλλη ἀπέβη ἀναμφισβήτητα μιά κερδισμένη ποιήτρια, τονίζοντας τή δική της ἰδιαιτερότητα, πού, προπαντός, ἦταν μιά ἐκ βαθέων διαφορετικότητα πρός τό περιρρέον σύνολο.
Η. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου